Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταφιλοσοφέω
καταφιμόω
καταφλάω
κατάφλεβος
καταφλέγω
κατάφλεκτος
καταφλεξίπολις
κατάφλεξις
καταφλογίζω
καταφλυαρέω
καταφοβέω
κατάφοβος
καταφοινίσσω
καταφοιτάω
καταφονεύω
καταφορά
καταφορέω
καταφορικός
κατάφορος
καταφορτίζω
κατάφορτος
View word page
καταφοβέω
to strike with fear

ShortDef

to strike with fear

Debugging

Headword:
καταφοβέω
Headword (normalized):
καταφοβέω
Headword (normalized/stripped):
καταφοβεω
IDX:
46935
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46936
Key:

Data

{'content': 'to strike with fear'}