Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταφίλημα
καταφιλοσοφέω
καταφιμόω
καταφλάω
κατάφλεβος
καταφλέγω
κατάφλεκτος
καταφλεξίπολις
κατάφλεξις
καταφλογίζω
καταφλυαρέω
καταφοβέω
κατάφοβος
καταφοινίσσω
καταφοιτάω
καταφονεύω
καταφορά
καταφορέω
καταφορικός
κατάφορος
καταφορτίζω
View word page
καταφλυαρέω
keep on chattering

ShortDef

keep on chattering

Debugging

Headword:
καταφλυαρέω
Headword (normalized):
καταφλυαρέω
Headword (normalized/stripped):
καταφλυαρεω
IDX:
46934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46935
Key:

Data

{'content': 'keep on chattering'}