Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταφιλέω
καταφίλημα
καταφιλοσοφέω
καταφιμόω
καταφλάω
κατάφλεβος
καταφλέγω
κατάφλεκτος
καταφλεξίπολις
κατάφλεξις
καταφλογίζω
καταφλυαρέω
καταφοβέω
κατάφοβος
καταφοινίσσω
καταφοιτάω
καταφονεύω
καταφορά
καταφορέω
καταφορικός
κατάφορος
View word page
καταφλογίζω
set on fire

ShortDef

set on fire

Debugging

Headword:
καταφλογίζω
Headword (normalized):
καταφλογίζω
Headword (normalized/stripped):
καταφλογιζω
IDX:
46933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46934
Key:

Data

{'content': 'set on fire'}