Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταφθίω
καταφθορά
καταφίημι
καταφιλέω
καταφίλημα
καταφιλοσοφέω
καταφιμόω
καταφλάω
κατάφλεβος
καταφλέγω
κατάφλεκτος
καταφλεξίπολις
κατάφλεξις
καταφλογίζω
καταφλυαρέω
καταφοβέω
κατάφοβος
καταφοινίσσω
καταφοιτάω
καταφονεύω
καταφορά
View word page
κατάφλεκτος
burnt
ShortDef
burnt
Debugging
Headword:
κατάφλεκτος
Headword (normalized):
κατάφλεκτος
Headword (normalized/stripped):
καταφλεκτος
IDX:
46930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46931
Key:
Data
{'content': 'burnt'}