Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταφθίνω
καταφθίω
καταφθορά
καταφίημι
καταφιλέω
καταφίλημα
καταφιλοσοφέω
καταφιμόω
καταφλάω
κατάφλεβος
καταφλέγω
κατάφλεκτος
καταφλεξίπολις
κατάφλεξις
καταφλογίζω
καταφλυαρέω
καταφοβέω
κατάφοβος
καταφοινίσσω
καταφοιτάω
καταφονεύω
View word page
καταφλέγω
to burn down, burn up, consume

ShortDef

to burn down, burn up, consume

Debugging

Headword:
καταφλέγω
Headword (normalized):
καταφλέγω
Headword (normalized/stripped):
καταφλεγω
IDX:
46929
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46930
Key:

Data

{'content': 'to burn down, burn up, consume'}