Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταφθείρω
καταφθίνω
καταφθίω
καταφθορά
καταφίημι
καταφιλέω
καταφίλημα
καταφιλοσοφέω
καταφιμόω
καταφλάω
κατάφλεβος
καταφλέγω
κατάφλεκτος
καταφλεξίπολις
κατάφλεξις
καταφλογίζω
καταφλυαρέω
καταφοβέω
κατάφοβος
καταφοινίσσω
καταφοιτάω
View word page
κατάφλεβος
full of veins, vascular

ShortDef

full of veins, vascular

Debugging

Headword:
κατάφλεβος
Headword (normalized):
κατάφλεβος
Headword (normalized/stripped):
καταφλεβος
IDX:
46928
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46929
Key:

Data

{'content': 'full of veins, vascular'}