Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταφθατόομαι
καταφθέγγω
καταφθείρω
καταφθίνω
καταφθίω
καταφθορά
καταφίημι
καταφιλέω
καταφίλημα
καταφιλοσοφέω
καταφιμόω
καταφλάω
κατάφλεβος
καταφλέγω
κατάφλεκτος
καταφλεξίπολις
κατάφλεξις
καταφλογίζω
καταφλυαρέω
καταφοβέω
κατάφοβος
View word page
καταφιμόω
conticisco

ShortDef

conticisco

Debugging

Headword:
καταφιμόω
Headword (normalized):
καταφιμόω
Headword (normalized/stripped):
καταφιμοω
IDX:
46926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46927
Key:

Data

{'content': 'conticisco'}