Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταφθατέομαι
καταφθατόομαι
καταφθέγγω
καταφθείρω
καταφθίνω
καταφθίω
καταφθορά
καταφίημι
καταφιλέω
καταφίλημα
καταφιλοσοφέω
καταφιμόω
καταφλάω
κατάφλεβος
καταφλέγω
κατάφλεκτος
καταφλεξίπολις
κατάφλεξις
καταφλογίζω
καταφλυαρέω
καταφοβέω
View word page
καταφιλοσοφέω
overcome in philosophizing
ShortDef
overcome in philosophizing
Debugging
Headword:
καταφιλοσοφέω
Headword (normalized):
καταφιλοσοφέω
Headword (normalized/stripped):
καταφιλοσοφεω
IDX:
46925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46926
Key:
Data
{'content': 'overcome in philosophizing'}