Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταφημίζω
κατάφημος
καταφθάνω
καταφθατέομαι
καταφθατόομαι
καταφθέγγω
καταφθείρω
καταφθίνω
καταφθίω
καταφθορά
καταφίημι
καταφιλέω
καταφίλημα
καταφιλοσοφέω
καταφιμόω
καταφλάω
κατάφλεβος
καταφλέγω
κατάφλεκτος
καταφλεξίπολις
κατάφλεξις
View word page
καταφίημι
to let slip down

ShortDef

to let slip down

Debugging

Headword:
καταφίημι
Headword (normalized):
καταφίημι
Headword (normalized/stripped):
καταφιημι
IDX:
46922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46923
Key:

Data

{'content': 'to let slip down'}