Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάφημι
καταφημίζω
κατάφημος
καταφθάνω
καταφθατέομαι
καταφθατόομαι
καταφθέγγω
καταφθείρω
καταφθίνω
καταφθίω
καταφθορά
καταφίημι
καταφιλέω
καταφίλημα
καταφιλοσοφέω
καταφιμόω
καταφλάω
κατάφλεβος
καταφλέγω
κατάφλεκτος
καταφλεξίπολις
View word page
καταφθορά
destruction, death

ShortDef

destruction, death

Debugging

Headword:
καταφθορά
Headword (normalized):
καταφθορά
Headword (normalized/stripped):
καταφθορα
IDX:
46921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46922
Key:

Data

{'content': 'destruction, death'}