Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάφευξις
κατάφημι
καταφημίζω
κατάφημος
καταφθάνω
καταφθατέομαι
καταφθατόομαι
καταφθέγγω
καταφθείρω
καταφθίνω
καταφθίω
καταφθορά
καταφίημι
καταφιλέω
καταφίλημα
καταφιλοσοφέω
καταφιμόω
καταφλάω
κατάφλεβος
καταφλέγω
κατάφλεκτος
View word page
καταφθίω
ruin, destroy
ShortDef
ruin, destroy
Debugging
Headword:
καταφθίω
Headword (normalized):
καταφθίω
Headword (normalized/stripped):
καταφθιω
IDX:
46920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46921
Key:
Data
{'content': 'ruin, destroy'}