Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταφέγγω
καταφέρεια
καταφερής
καταφέρω
καταφεύγω
καταφευκτέον
καταφευκτέος
κατάφευξις
κατάφημι
καταφημίζω
κατάφημος
καταφθάνω
καταφθατέομαι
καταφθατόομαι
καταφθέγγω
καταφθείρω
καταφθίνω
καταφθίω
καταφθορά
καταφίημι
καταφιλέω
View word page
κατάφημος
infamous

ShortDef

infamous

Debugging

Headword:
κατάφημος
Headword (normalized):
κατάφημος
Headword (normalized/stripped):
καταφημος
IDX:
46913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46914
Key:

Data

{'content': 'infamous'}