Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταφαυλίζω
καταφέγγω
καταφέρεια
καταφερής
καταφέρω
καταφεύγω
καταφευκτέον
καταφευκτέος
κατάφευξις
κατάφημι
καταφημίζω
κατάφημος
καταφθάνω
καταφθατέομαι
καταφθατόομαι
καταφθέγγω
καταφθείρω
καταφθίνω
καταφθίω
καταφθορά
καταφίημι
View word page
καταφημίζω
to spread a report abroad, announce
ShortDef
to spread a report abroad, announce
Debugging
Headword:
καταφημίζω
Headword (normalized):
καταφημίζω
Headword (normalized/stripped):
καταφημιζω
IDX:
46912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46913
Key:
Data
{'content': 'to spread a report abroad, announce'}