Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταφαρμάσσω
κατάφασις
καταφάσκω
καταφατίζω
καταφατικός
καταφαυλίζω
καταφέγγω
καταφέρεια
καταφερής
καταφέρω
καταφεύγω
καταφευκτέον
καταφευκτέος
κατάφευξις
κατάφημι
καταφημίζω
κατάφημος
καταφθάνω
καταφθατέομαι
καταφθατόομαι
καταφθέγγω
View word page
καταφεύγω
to flee for refuge

ShortDef

to flee for refuge

Debugging

Headword:
καταφεύγω
Headword (normalized):
καταφεύγω
Headword (normalized/stripped):
καταφευγω
IDX:
46907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46908
Key:

Data

{'content': 'to flee for refuge'}