Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταφαμίζω
καταφάνεια
καταφανής
καταφαντάζομαι
καταφαντός
καταφαρμακεύω
καταφαρμάσσω
κατάφασις
καταφάσκω
καταφατίζω
καταφατικός
καταφαυλίζω
καταφέγγω
καταφέρεια
καταφερής
καταφέρω
καταφεύγω
καταφευκτέον
καταφευκτέος
κατάφευξις
κατάφημι
View word page
καταφατικός
affirmative

ShortDef

affirmative

Debugging

Headword:
καταφατικός
Headword (normalized):
καταφατικός
Headword (normalized/stripped):
καταφατικος
IDX:
46901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46902
Key:

Data

{'content': 'affirmative'}