Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταφαγεῖν
καταφαίνω
καταφαμίζω
καταφάνεια
καταφανής
καταφαντάζομαι
καταφαντός
καταφαρμακεύω
καταφαρμάσσω
κατάφασις
καταφάσκω
καταφατίζω
καταφατικός
καταφαυλίζω
καταφέγγω
καταφέρεια
καταφερής
καταφέρω
καταφεύγω
καταφευκτέον
καταφευκτέος
View word page
καταφάσκω
answer in the affirmative

ShortDef

answer in the affirmative

Debugging

Headword:
καταφάσκω
Headword (normalized):
καταφάσκω
Headword (normalized/stripped):
καταφασκω
IDX:
46899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46900
Key:

Data

{'content': 'answer in the affirmative'}