Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταύστηρος
καταυτόθι
καταυτοί
καταυχένιος
καταυχέω
καταύω
καταφαγεῖν
καταφαίνω
καταφαμίζω
καταφάνεια
καταφανής
καταφαντάζομαι
καταφαντός
καταφαρμακεύω
καταφαρμάσσω
κατάφασις
καταφάσκω
καταφατίζω
καταφατικός
καταφαυλίζω
καταφέγγω
View word page
καταφανής
clearly seen, in sight

ShortDef

clearly seen, in sight

Debugging

Headword:
καταφανής
Headword (normalized):
καταφανής
Headword (normalized/stripped):
καταφανης
IDX:
46893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46894
Key:

Data

{'content': 'clearly seen, in sight'}