Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταυλίζομαι
καταύστηρος
καταυτόθι
καταυτοί
καταυχένιος
καταυχέω
καταύω
καταφαγεῖν
καταφαίνω
καταφαμίζω
καταφάνεια
καταφανής
καταφαντάζομαι
καταφαντός
καταφαρμακεύω
καταφαρμάσσω
κατάφασις
καταφάσκω
καταφατίζω
καταφατικός
καταφαυλίζω
View word page
καταφάνεια
clearness
ShortDef
clearness
Debugging
Headword:
καταφάνεια
Headword (normalized):
καταφάνεια
Headword (normalized/stripped):
καταφανεια
IDX:
46892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46893
Key:
Data
{'content': 'clearness'}