Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταύλησις
καταυλίζομαι
καταύστηρος
καταυτόθι
καταυτοί
καταυχένιος
καταυχέω
καταύω
καταφαγεῖν
καταφαίνω
καταφαμίζω
καταφάνεια
καταφανής
καταφαντάζομαι
καταφαντός
καταφαρμακεύω
καταφαρμάσσω
κατάφασις
καταφάσκω
καταφατίζω
καταφατικός
View word page
καταφαμίζω
declare

ShortDef

declare

Debugging

Headword:
καταφαμίζω
Headword (normalized):
καταφαμίζω
Headword (normalized/stripped):
καταφαμιζω
IDX:
46891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46892
Key:

Data

{'content': 'declare'}