Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταύλημα
καταύλησις
καταυλίζομαι
καταύστηρος
καταυτόθι
καταυτοί
καταυχένιος
καταυχέω
καταύω
καταφαγεῖν
καταφαίνω
καταφαμίζω
καταφάνεια
καταφανής
καταφαντάζομαι
καταφαντός
καταφαρμακεύω
καταφαρμάσσω
κατάφασις
καταφάσκω
καταφατίζω
View word page
καταφαίνω
to declare, make known

ShortDef

to declare, make known

Debugging

Headword:
καταφαίνω
Headword (normalized):
καταφαίνω
Headword (normalized/stripped):
καταφαινω
IDX:
46890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46891
Key:

Data

{'content': 'to declare, make known'}