Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατατύπτω
κατατυραννέω
κατάτυρος
κατατωθάζω
καταυαίνω
καταυγάζω
καταύγασμα
καταυγασμός
καταυγάστειρα
καταύγεια
καταυγέω
καταυδάω
καταύδησις
καταυθαδίζω
καταῦθι
καταυλέω
καταύλημα
καταύλησις
καταυλίζομαι
καταύστηρος
καταυτόθι
View word page
καταυγέω
to be occulted
ShortDef
to be occulted
Debugging
Headword:
καταυγέω
Headword (normalized):
καταυγέω
Headword (normalized/stripped):
καταυγεω
IDX:
46874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46875
Key:
Data
{'content': 'to be occulted'}