Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατατυμβοχοέω
κατατύπτω
κατατυραννέω
κατάτυρος
κατατωθάζω
καταυαίνω
καταυγάζω
καταύγασμα
καταυγασμός
καταυγάστειρα
καταύγεια
καταυγέω
καταυδάω
καταύδησις
καταυθαδίζω
καταῦθι
καταυλέω
καταύλημα
καταύλησις
καταυλίζομαι
καταύστηρος
View word page
καταύγεια
illumination, brightness

ShortDef

illumination, brightness

Debugging

Headword:
καταύγεια
Headword (normalized):
καταύγεια
Headword (normalized/stripped):
καταυγεια
IDX:
46873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46874
Key:

Data

{'content': 'illumination, brightness'}