Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατατυγχάνω
κατατυμβοχοέω
κατατύπτω
κατατυραννέω
κατάτυρος
κατατωθάζω
καταυαίνω
καταυγάζω
καταύγασμα
καταυγασμός
καταυγάστειρα
καταύγεια
καταυγέω
καταυδάω
καταύδησις
καταυθαδίζω
καταῦθι
καταυλέω
καταύλημα
καταύλησις
καταυλίζομαι
View word page
καταυγάστειρα
illuminator
ShortDef
illuminator
Debugging
Headword:
καταυγάστειρα
Headword (normalized):
καταυγάστειρα
Headword (normalized/stripped):
καταυγαστειρα
IDX:
46872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46873
Key:
Data
{'content': 'illuminator'}