Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάτριψις
κατάτροπος
κατατροπόω
κατατροχάζω
κατατροχίζω
κατατρύζω
κατατρυπάω
κατατρυφάω
κατατρύχω
κατατρύω
κατατρώγω
κατατυγχάνω
κατατυμβοχοέω
κατατύπτω
κατατυραννέω
κατάτυρος
κατατωθάζω
καταυαίνω
καταυγάζω
καταύγασμα
καταυγασμός
View word page
κατατρώγω
to gnaw in pieces, eat up

ShortDef

to gnaw in pieces, eat up

Debugging

Headword:
κατατρώγω
Headword (normalized):
κατατρώγω
Headword (normalized/stripped):
κατατρωγω
IDX:
46861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46862
Key:

Data

{'content': 'to gnaw in pieces, eat up'}