Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατατρίζω
κατατρίχιος
κατάτριψις
κατάτροπος
κατατροπόω
κατατροχάζω
κατατροχίζω
κατατρύζω
κατατρυπάω
κατατρυφάω
κατατρύχω
κατατρύω
κατατρώγω
κατατυγχάνω
κατατυμβοχοέω
κατατύπτω
κατατυραννέω
κατάτυρος
κατατωθάζω
καταυαίνω
καταυγάζω
View word page
κατατρύχω
to wear out, exhaust

ShortDef

to wear out, exhaust

Debugging

Headword:
κατατρύχω
Headword (normalized):
κατατρύχω
Headword (normalized/stripped):
κατατρυχω
IDX:
46859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46860
Key:

Data

{'content': 'to wear out, exhaust'}