Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατατριδομέω
κατατρίζω
κατατρίχιος
κατάτριψις
κατάτροπος
κατατροπόω
κατατροχάζω
κατατροχίζω
κατατρύζω
κατατρυπάω
κατατρυφάω
κατατρύχω
κατατρύω
κατατρώγω
κατατυγχάνω
κατατυμβοχοέω
κατατύπτω
κατατυραννέω
κατάτυρος
κατατωθάζω
καταυαίνω
View word page
κατατρυφάω
make merry, be insolent

ShortDef

make merry, be insolent

Debugging

Headword:
κατατρυφάω
Headword (normalized):
κατατρυφάω
Headword (normalized/stripped):
κατατρυφαω
IDX:
46858
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46859
Key:

Data

{'content': 'make merry, be insolent'}