Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατατρίβω
κατατριδομέω
κατατρίζω
κατατρίχιος
κατάτριψις
κατάτροπος
κατατροπόω
κατατροχάζω
κατατροχίζω
κατατρύζω
κατατρυπάω
κατατρυφάω
κατατρύχω
κατατρύω
κατατρώγω
κατατυγχάνω
κατατυμβοχοέω
κατατύπτω
κατατυραννέω
κατάτυρος
κατατωθάζω
View word page
κατατρυπάω
bore through

ShortDef

bore through

Debugging

Headword:
κατατρυπάω
Headword (normalized):
κατατρυπάω
Headword (normalized/stripped):
κατατρυπαω
IDX:
46857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46858
Key:

Data

{'content': 'bore through'}