Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατατριβή
κατατρίβω
κατατριδομέω
κατατρίζω
κατατρίχιος
κατάτριψις
κατάτροπος
κατατροπόω
κατατροχάζω
κατατροχίζω
κατατρύζω
κατατρυπάω
κατατρυφάω
κατατρύχω
κατατρύω
κατατρώγω
κατατυγχάνω
κατατυμβοχοέω
κατατύπτω
κατατυραννέω
κατάτυρος
View word page
κατατρύζω
to chatter against

ShortDef

to chatter against

Debugging

Headword:
κατατρύζω
Headword (normalized):
κατατρύζω
Headword (normalized/stripped):
κατατρυζω
IDX:
46856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46857
Key:

Data

{'content': 'to chatter against'}