Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατατρέπω
κατατρέχω
κατάτρησις
κατατριακοντουτίζω
κατατριβή
κατατρίβω
κατατριδομέω
κατατρίζω
κατατρίχιος
κατάτριψις
κατάτροπος
κατατροπόω
κατατροχάζω
κατατροχίζω
κατατρύζω
κατατρυπάω
κατατρυφάω
κατατρύχω
κατατρύω
κατατρώγω
κατατυγχάνω
View word page
κατάτροπος
steep

ShortDef

steep

Debugging

Headword:
κατάτροπος
Headword (normalized):
κατάτροπος
Headword (normalized/stripped):
κατατροπος
IDX:
46852
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46853
Key:

Data

{'content': 'steep'}