Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατατορνεύω
κατατραγῳδέω
κατατραυματίζω
κατατρέπω
κατατρέχω
κατάτρησις
κατατριακοντουτίζω
κατατριβή
κατατρίβω
κατατριδομέω
κατατρίζω
κατατρίχιος
κατάτριψις
κατάτροπος
κατατροπόω
κατατροχάζω
κατατροχίζω
κατατρύζω
κατατρυπάω
κατατρυφάω
κατατρύχω
View word page
κατατρίζω
to squeak

ShortDef

to squeak

Debugging

Headword:
κατατρίζω
Headword (normalized):
κατατρίζω
Headword (normalized/stripped):
κατατριζω
IDX:
46849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46850
Key:

Data

{'content': 'to squeak'}