Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατατοξεύω
κατατορνεύω
κατατραγῳδέω
κατατραυματίζω
κατατρέπω
κατατρέχω
κατάτρησις
κατατριακοντουτίζω
κατατριβή
κατατρίβω
κατατριδομέω
κατατρίζω
κατατρίχιος
κατάτριψις
κατάτροπος
κατατροπόω
κατατροχάζω
κατατροχίζω
κατατρύζω
κατατρυπάω
κατατρυφάω
View word page
κατατριδομέω
lay three layers of stones
ShortDef
lay three layers of stones
Debugging
Headword:
κατατριδομέω
Headword (normalized):
κατατριδομέω
Headword (normalized/stripped):
κατατριδομεω
IDX:
46848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46849
Key:
Data
{'content': 'lay three layers of stones'}