Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατατοιχογραφέω
κατατοκίζω
κατατολμάω
κατατομή
κατάτονος
κατατοξεύω
κατατορνεύω
κατατραγῳδέω
κατατραυματίζω
κατατρέπω
κατατρέχω
κατάτρησις
κατατριακοντουτίζω
κατατριβή
κατατρίβω
κατατριδομέω
κατατρίζω
κατατρίχιος
κατάτριψις
κατάτροπος
κατατροπόω
View word page
κατατρέχω
to run down
ShortDef
to run down
Debugging
Headword:
κατατρέχω
Headword (normalized):
κατατρέχω
Headword (normalized/stripped):
κατατρεχω
IDX:
46843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46844
Key:
Data
{'content': 'to run down'}