Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατατιτρώσκω
κατατιτύσκομαι
κατατοιχογραφέω
κατατοκίζω
κατατολμάω
κατατομή
κατάτονος
κατατοξεύω
κατατορνεύω
κατατραγῳδέω
κατατραυματίζω
κατατρέπω
κατατρέχω
κατάτρησις
κατατριακοντουτίζω
κατατριβή
κατατρίβω
κατατριδομέω
κατατρίζω
κατατρίχιος
κατάτριψις
View word page
κατατραυματίζω
to cover with wounds

ShortDef

to cover with wounds

Debugging

Headword:
κατατραυματίζω
Headword (normalized):
κατατραυματίζω
Headword (normalized/stripped):
κατατραυματιζω
IDX:
46841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46842
Key:

Data

{'content': 'to cover with wounds'}