Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατατιλάω
κατατίλλω
κατατιμωρέω
κατατιτρώσκω
κατατιτύσκομαι
κατατοιχογραφέω
κατατοκίζω
κατατολμάω
κατατομή
κατάτονος
κατατοξεύω
κατατορνεύω
κατατραγῳδέω
κατατραυματίζω
κατατρέπω
κατατρέχω
κατάτρησις
κατατριακοντουτίζω
κατατριβή
κατατρίβω
κατατριδομέω
View word page
κατατοξεύω
to strike down with arrows, shoot dead

ShortDef

to strike down with arrows, shoot dead

Debugging

Headword:
κατατοξεύω
Headword (normalized):
κατατοξεύω
Headword (normalized/stripped):
κατατοξευω
IDX:
46838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46839
Key:

Data

{'content': 'to strike down with arrows, shoot dead'}