Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατατίθημι
κατατιλάω
κατατίλλω
κατατιμωρέω
κατατιτρώσκω
κατατιτύσκομαι
κατατοιχογραφέω
κατατοκίζω
κατατολμάω
κατατομή
κατάτονος
κατατοξεύω
κατατορνεύω
κατατραγῳδέω
κατατραυματίζω
κατατρέπω
κατατρέχω
κατάτρησις
κατατριακοντουτίζω
κατατριβή
κατατρίβω
View word page
κατάτονος
stretching down: depressed

ShortDef

stretching down: depressed

Debugging

Headword:
κατάτονος
Headword (normalized):
κατάτονος
Headword (normalized/stripped):
κατατονος
IDX:
46837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46838
Key:

Data

{'content': 'stretching down: depressed'}