Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατατηξίτεχνος
κατατίθημι
κατατιλάω
κατατίλλω
κατατιμωρέω
κατατιτρώσκω
κατατιτύσκομαι
κατατοιχογραφέω
κατατοκίζω
κατατολμάω
κατατομή
κατάτονος
κατατοξεύω
κατατορνεύω
κατατραγῳδέω
κατατραυματίζω
κατατρέπω
κατατρέχω
κατάτρησις
κατατριακοντουτίζω
κατατριβή
View word page
κατατομή
abscission, concision

ShortDef

abscission, concision

Debugging

Headword:
κατατομή
Headword (normalized):
κατατομή
Headword (normalized/stripped):
κατατομη
IDX:
46836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46837
Key:

Data

{'content': 'abscission, concision'}