Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατατήκω
κατατηξίτεχνος
κατατίθημι
κατατιλάω
κατατίλλω
κατατιμωρέω
κατατιτρώσκω
κατατιτύσκομαι
κατατοιχογραφέω
κατατοκίζω
κατατολμάω
κατατομή
κατάτονος
κατατοξεύω
κατατορνεύω
κατατραγῳδέω
κατατραυματίζω
κατατρέπω
κατατρέχω
κατάτρησις
κατατριακοντουτίζω
View word page
κατατολμάω
behave boldly towards

ShortDef

behave boldly towards

Debugging

Headword:
κατατολμάω
Headword (normalized):
κατατολμάω
Headword (normalized/stripped):
κατατολμαω
IDX:
46835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46836
Key:

Data

{'content': 'behave boldly towards'}