Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατατεύχω
κατατεφρόω
κατατεχνέω
κατάτεχνος
κατατήκω
κατατηξίτεχνος
κατατίθημι
κατατιλάω
κατατίλλω
κατατιμωρέω
κατατιτρώσκω
κατατιτύσκομαι
κατατοιχογραφέω
κατατοκίζω
κατατολμάω
κατατομή
κατάτονος
κατατοξεύω
κατατορνεύω
κατατραγῳδέω
κατατραυματίζω
View word page
κατατιτρώσκω
to wound severely

ShortDef

to wound severely

Debugging

Headword:
κατατιτρώσκω
Headword (normalized):
κατατιτρώσκω
Headword (normalized/stripped):
κατατιτρωσκω
IDX:
46831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46832
Key:

Data

{'content': 'to wound severely'}