Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατατετραίνω
κατατεύχω
κατατεφρόω
κατατεχνέω
κατάτεχνος
κατατήκω
κατατηξίτεχνος
κατατίθημι
κατατιλάω
κατατίλλω
κατατιμωρέω
κατατιτρώσκω
κατατιτύσκομαι
κατατοιχογραφέω
κατατοκίζω
κατατολμάω
κατατομή
κατάτονος
κατατοξεύω
κατατορνεύω
κατατραγῳδέω
View word page
κατατιμωρέω
punish

ShortDef

punish

Debugging

Headword:
κατατιμωρέω
Headword (normalized):
κατατιμωρέω
Headword (normalized/stripped):
κατατιμωρεω
IDX:
46830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46831
Key:

Data

{'content': 'punish'}