Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατατεταμένως
κατατετραίνω
κατατεύχω
κατατεφρόω
κατατεχνέω
κατάτεχνος
κατατήκω
κατατηξίτεχνος
κατατίθημι
κατατιλάω
κατατίλλω
κατατιμωρέω
κατατιτρώσκω
κατατιτύσκομαι
κατατοιχογραφέω
κατατοκίζω
κατατολμάω
κατατομή
κατάτονος
κατατοξεύω
κατατορνεύω
View word page
κατατίλλω
pull to pieces

ShortDef

pull to pieces

Debugging

Headword:
κατατίλλω
Headword (normalized):
κατατίλλω
Headword (normalized/stripped):
κατατιλλω
IDX:
46829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46830
Key:

Data

{'content': 'pull to pieces'}