Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατατέρπω
κατατεταγμένως
κατατεταμένως
κατατετραίνω
κατατεύχω
κατατεφρόω
κατατεχνέω
κατάτεχνος
κατατήκω
κατατηξίτεχνος
κατατίθημι
κατατιλάω
κατατίλλω
κατατιμωρέω
κατατιτρώσκω
κατατιτύσκομαι
κατατοιχογραφέω
κατατοκίζω
κατατολμάω
κατατομή
κατάτονος
View word page
κατατίθημι
to place, put
ShortDef
to place, put
Debugging
Headword:
κατατίθημι
Headword (normalized):
κατατίθημι
Headword (normalized/stripped):
κατατιθημι
IDX:
46827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46828
Key:
Data
{'content': 'to place, put'}