Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατατέμνω
κατατέρπω
κατατεταγμένως
κατατεταμένως
κατατετραίνω
κατατεύχω
κατατεφρόω
κατατεχνέω
κατάτεχνος
κατατήκω
κατατηξίτεχνος
κατατίθημι
κατατιλάω
κατατίλλω
κατατιμωρέω
κατατιτρώσκω
κατατιτύσκομαι
κατατοιχογραφέω
κατατοκίζω
κατατολμάω
κατατομή
View word page
κατατηξίτεχνος
enfeebling his art

ShortDef

enfeebling his art

Debugging

Headword:
κατατηξίτεχνος
Headword (normalized):
κατατηξίτεχνος
Headword (normalized/stripped):
κατατηξιτεχνος
IDX:
46826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46827
Key:

Data

{'content': 'enfeebling his art'}