Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατατελέω
κατατέμνω
κατατέρπω
κατατεταγμένως
κατατεταμένως
κατατετραίνω
κατατεύχω
κατατεφρόω
κατατεχνέω
κατάτεχνος
κατατήκω
κατατηξίτεχνος
κατατίθημι
κατατιλάω
κατατίλλω
κατατιμωρέω
κατατιτρώσκω
κατατιτύσκομαι
κατατοιχογραφέω
κατατοκίζω
κατατολμάω
View word page
κατατήκω
to melt away, to make to fall away
ShortDef
to melt away, to make to fall away
Debugging
Headword:
κατατήκω
Headword (normalized):
κατατήκω
Headword (normalized/stripped):
κατατηκω
IDX:
46825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46826
Key:
Data
{'content': 'to melt away, to make to fall away'}