Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατατελευτάω
κατατελέω
κατατέμνω
κατατέρπω
κατατεταγμένως
κατατεταμένως
κατατετραίνω
κατατεύχω
κατατεφρόω
κατατεχνέω
κατάτεχνος
κατατήκω
κατατηξίτεχνος
κατατίθημι
κατατιλάω
κατατίλλω
κατατιμωρέω
κατατιτρώσκω
κατατιτύσκομαι
κατατοιχογραφέω
κατατοκίζω
View word page
κατάτεχνος
artificial
ShortDef
artificial
Debugging
Headword:
κατάτεχνος
Headword (normalized):
κατάτεχνος
Headword (normalized/stripped):
κατατεχνος
IDX:
46824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46825
Key:
Data
{'content': 'artificial'}