Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατατειχίζω
κατατελευτάω
κατατελέω
κατατέμνω
κατατέρπω
κατατεταγμένως
κατατεταμένως
κατατετραίνω
κατατεύχω
κατατεφρόω
κατατεχνέω
κατάτεχνος
κατατήκω
κατατηξίτεχνος
κατατίθημι
κατατιλάω
κατατίλλω
κατατιμωρέω
κατατιτρώσκω
κατατιτύσκομαι
κατατοιχογραφέω
View word page
κατατεχνέω
frame artificially

ShortDef

frame artificially

Debugging

Headword:
κατατεχνέω
Headword (normalized):
κατατεχνέω
Headword (normalized/stripped):
κατατεχνεω
IDX:
46823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46824
Key:

Data

{'content': 'frame artificially'}