Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατατέθηπα
κατατείνω
κατατειχίζω
κατατελευτάω
κατατελέω
κατατέμνω
κατατέρπω
κατατεταγμένως
κατατεταμένως
κατατετραίνω
κατατεύχω
κατατεφρόω
κατατεχνέω
κατάτεχνος
κατατήκω
κατατηξίτεχνος
κατατίθημι
κατατιλάω
κατατίλλω
κατατιμωρέω
κατατιτρώσκω
View word page
κατατεύχω
make, construct

ShortDef

make, construct

Debugging

Headword:
κατατεύχω
Headword (normalized):
κατατεύχω
Headword (normalized/stripped):
κατατευχω
IDX:
46821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46822
Key:

Data

{'content': 'make, construct'}