Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατατέγγω
κατατεθαρρηκότως
κατατέθηπα
κατατείνω
κατατειχίζω
κατατελευτάω
κατατελέω
κατατέμνω
κατατέρπω
κατατεταγμένως
κατατεταμένως
κατατετραίνω
κατατεύχω
κατατεφρόω
κατατεχνέω
κατάτεχνος
κατατήκω
κατατηξίτεχνος
κατατίθημι
κατατιλάω
κατατίλλω
View word page
κατατεταμένως
eagerly

ShortDef

eagerly

Debugging

Headword:
κατατεταμένως
Headword (normalized):
κατατεταμένως
Headword (normalized/stripped):
κατατεταμενως
IDX:
46819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46820
Key:

Data

{'content': 'eagerly'}