Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταταχέω
κατατέγγω
κατατεθαρρηκότως
κατατέθηπα
κατατείνω
κατατειχίζω
κατατελευτάω
κατατελέω
κατατέμνω
κατατέρπω
κατατεταγμένως
κατατεταμένως
κατατετραίνω
κατατεύχω
κατατεφρόω
κατατεχνέω
κατάτεχνος
κατατήκω
κατατηξίτεχνος
κατατίθημι
κατατιλάω
View word page
κατατεταγμένως
in order

ShortDef

in order

Debugging

Headword:
κατατεταγμένως
Headword (normalized):
κατατεταγμένως
Headword (normalized/stripped):
κατατεταγμενως
IDX:
46818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46819
Key:

Data

{'content': 'in order'}