Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατατάσσω
καταταχέω
κατατέγγω
κατατεθαρρηκότως
κατατέθηπα
κατατείνω
κατατειχίζω
κατατελευτάω
κατατελέω
κατατέμνω
κατατέρπω
κατατεταγμένως
κατατεταμένως
κατατετραίνω
κατατεύχω
κατατεφρόω
κατατεχνέω
κατάτεχνος
κατατήκω
κατατηξίτεχνος
κατατίθημι
View word page
κατατέρπω
delight greatly

ShortDef

delight greatly

Debugging

Headword:
κατατέρπω
Headword (normalized):
κατατέρπω
Headword (normalized/stripped):
κατατερπω
IDX:
46817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46818
Key:

Data

{'content': 'delight greatly'}