Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάταξις
καταταρταρόω
κατάτασις
κατατάσσω
καταταχέω
κατατέγγω
κατατεθαρρηκότως
κατατέθηπα
κατατείνω
κατατειχίζω
κατατελευτάω
κατατελέω
κατατέμνω
κατατέρπω
κατατεταγμένως
κατατεταμένως
κατατετραίνω
κατατεύχω
κατατεφρόω
κατατεχνέω
κατάτεχνος
View word page
κατατελευτάω
terminate
ShortDef
terminate
Debugging
Headword:
κατατελευτάω
Headword (normalized):
κατατελευτάω
Headword (normalized/stripped):
κατατελευταω
IDX:
46814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46815
Key:
Data
{'content': 'terminate'}